- ἀχείμαστος
- ἀχείμαστοςnot stormymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αχείμαστος — ἀχείμαστος, ον (AM) και ἀχείμαντος και ἀχείματος, ον (Α) όποιος δεν ταράζεται από τρικυμίες, ο γαλήνιος, ο ήσυχος μσν. επίρρ. ἀχειμαστὶ χωρίς αναταραχή αρχ. (για τον άνεμο) ήπιος, ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχείμαστος < α στερ. + χειμάζω «φέρνω… … Dictionary of Greek
αχείμαστος — αχείμαστος, η, ο και αχείμαντος, η, ο αυτός που δεν ταράζεται από τρικυμίες, γαλήνιος, ήρεμος: Είχε, ως τώρα, περάσει μια ζωή αχείμαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχειμάστως — ἀχείμαστος not stormy adverbial ἀχείμαστος not stormy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείμαστον — ἀχείμαστος not stormy masc/fem acc sg ἀχείμαστος not stormy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειμάστοις — ἀχείμαστος not stormy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειμάστου — ἀχείμαστος not stormy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειμάστους — ἀχείμαστος not stormy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείμαστα — ἀχείμαστος not stormy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՆՁՄԵՌՆ — (երունք.) NBH 1 0191 Chronological Sequence: Unknown date, 13c Տ. ԱՆԲՈՒՔ. ἁχείμαστος *Դաշտ ասի ջերմին եւ անձմեռն եւ հարթայատակ երկիր. Վրդն. երգ.: *Որպէս ʼի նաւահանգիստ ջերինս եւ յանձմերունս հանգչի. Բրս. հայեաց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)